Τακτικούπολη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τακτικούπολη οι Τακτικουπόλεις
      γενική της Τακτικούπολης* των Τακτικουπόλεων
    αιτιατική την Τακτικούπολη τις Τακτικουπόλεις
     κλητική Τακτικούπολη Τακτικουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Τακτικουπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τακτικούπολη < τακτικ(ός) + -ούπολη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.ktiˈku.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τα‐κτι‐κού‐πο‐λη

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τακτικούπολη θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]