άγρια χαράματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άγρια, ουδέτερο πληθυντικός του επιθέτου άγριος (με την έννοια: "δύσκολος") & χαράματα, πληθυντικός του χάραμα

Έκφραση

[επεξεργασία]

άγρια χαράματα

  • (με έμφαση) πολύ νωρίς το πρωί
    ξύπνησα απ' τ' άγρια χαράματα για να πάω στο αεροδρόμιο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]