άκανθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄκανθος, άκανθα, ἄκανθα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άκανθος οι άκανθοι
      γενική της ακάνθου των ακάνθων
    αιτιατική την άκανθο τις ακάνθους
     κλητική άκανθε άκανθοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άκανθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινήἄκανθος < αρχαία ελληνικήἄκανθος (αγκαθωτό φυτό που το μιμείται το κιονόκρανο).[1] Δείτε και αγκάθι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άκανθος θηλυκό

  1. το αγκάθι
  2. (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) η γλυπτή διακόσμηση του κιονόκρανου κορινθιακού ρυθμού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]