άκμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άκμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκμων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άκμων αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) → δείτε τη λέξη άκμονας