άκρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άκρη οι άκρες
      γενική της άκρης των ακρών
    αιτιατική την άκρη τις άκρες
     κλητική άκρη άκρες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άκρη < αρχαία ελληνικήἄκρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.kɾi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άκρη θηλυκό

  1. το αρχικό ή το τελευταίο σημείο ή όριο
    οι δύο άκρες του σκοινιού
  2. γωνιακό ή απόμερο σημείο
    κάθισε σε μια άκρη μόνος του

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • απ' άκρη σ' άκρη: παντού
    έψαξα όλο το κείμενο, απ' άκρη σ' άκρη, και δε βρήκα πουθενά τη λέξη που λες ότι ήταν γραμμένη
  • αφήνω στην άκρη: σταματάω να χρησιμοποιώ
  • μόνο αν αφήσετε στην άκρη τις προκαταλήψεις θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην κουβέντα
  • βάζω στην άκρη:
  • βάρδα στην άκρη
  • βγάζω άκρη: ξεκαθαρίζω, ξεμπερδεύω μία κατάσταση, καταλαβαίνω τι έχει γίνει (μσν βγαίνω εἰς τήν ἄκραν)
    δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη έτσι όπως τα λες
  • βρίσκω την άκρη: βγάζω άκρη
  • έχω άκρες: έχω γνωριμίες που μπορούν να με εξυπηρετήσουν
  • κάνω στην άκρη: παραμερίζω ώστε να περάσει κάποιος άλλος ή να πάρει τη θέση μου κάποιος άλλος
  • μέσες άκρες: πάνω κάτω, περίπου
  • όπου με βγάλει η άκρη: (αναφερόμενος σε ξεκίνημα μιας ενέργειας) αδιαφορώ για το αποτέλεσμα, ό,τι τύχει, ό,τι βγει
  • τραβώ στην άκρη: κάνω στην άκρη

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Παράγωγα
[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • το ταυτόσημο "άκρια" είναι δύσχρηστο στις εκφράσεις (που περιέχουν το "άκρη") και χρησιμοποιείται σπάνια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]