άμυνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄμυνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμυνα οι άμυνες
      γενική της άμυνας
αμύνης
των αμυνών
    αιτιατική την άμυνα τις άμυνες
     κλητική άμυνα άμυνες
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άμυνα < αρχαία ελληνική ἄμυνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άμυνα θηλυκό

  1. η απόκρουση επιθετικής ενέργειας
  2. (νομικός όρος): η υπεράσπιση ατόμου από άδικη και παρούσα επίθεση που δέχεται το ίδιο ή άλλο και η εξ αυτής προσβολή του επιτιθεμένου.
  3. τα μέτρα που λαμβάνονται και το υλικό που χρησιμοποιείται για την πρόληψη επιθέσεων
  4. (αθλητισμός) το σύνολο των παικτών που η θέση τους είναι να αντικρούουν επιθετικές ενέργειες
  5. (σκάκι) ομάδα αρχικών κινήσεων όπου ενδιαφέρει το παίξιμο του μαύρου σε αντίθεση με το "άνοιγμα" όπου ενδιαφέρει το παίξιμο του λευκού

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ενεργητική άμυνα
  • νόμιμη άμυνα
  • παθητική άμυνα
  • Εθνική Άμυνα
  • Πολιτική Άμυνα
  • σικελική άμυνα
  • η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση ή η καλύτερη επίθεση είναι η άμυνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]