άπαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἅπαξ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.paks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐παξ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άπαξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅπαξ[1]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

άπαξ (ποσοτικό επίρρημα)

  • (λόγιο) μία φορά μόνο
    θα το πω άπαξ και δεν θα το επαναλάβω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • άπαξ (και) διά παντός: μια για πάντα, οριστικά
  • (φιλογογία) άπαξ λεγόμενον: η λέξη που μαρτυρείται μόνο μία φορά σε κείμενα
  • (φιλολογία) λέξη άπαξ: η λέξη που μαρτυρείται μόνο μία φορά στα κείμενα κάποιου συγκεκριμένου λογοτέχνη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

άπαξ, συνήθως άπαξ και

άπαξ και το αποφάσισε, δεν υπάρχει περίπτωση να τον μεταπείσεις

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]