άπαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.paks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐παξ
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άπαξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅπαξ[1]
Επίρρημα
[επεξεργασία]άπαξ (ποσοτικό επίρρημα)
- (λόγιο) μία φορά μόνο
- ↪ θα το πω άπαξ και δεν θα το επαναλάβω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- άπαξ (και) διά παντός: μια για πάντα, οριστικά
- (φιλογογία) άπαξ λεγόμενον: η λέξη που μαρτυρείται μόνο μία φορά σε κείμενα
- (φιλολογία) λέξη άπαξ: η λέξη που μαρτυρείται μόνο μία φορά στα κείμενα κάποιου συγκεκριμένου λογοτέχνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]άπαξ, συνήθως άπαξ και
- άπαξ και το αποφάσισε, δεν υπάρχει περίπτωση να τον μεταπείσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άπαξ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άπαξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ποσοτικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)