άρμενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άρμενο | τα | άρμενα |
γενική | του | άρμενου | των | άρμενων |
αιτιατική | το | άρμενο | τα | άρμενα |
κλητική | άρμενο | άρμενα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άρμενα < αρχαία ελληνική ἄρμενα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ναυτικός όρος) τα όργανα και τα εξαρτήματα που έχει ένα πλεούμενο