άσκηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άσκηση οι ασκήσεις
      γενική της άσκησης* των ασκήσεων
    αιτιατική την άσκηση τις ασκήσεις
     κλητική άσκηση ασκήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ασκήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άσκηση < αρχαία ελληνική ἄσκησις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άσκηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος ασκώ
    άσκηση βίας, άσκηση πιέσεων
    η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική
    • η ενέργεια του ρήματος ασκώ, η γύμναση
      η άσκηση του σώματος και του πνεύματος
  2. (στο σχολείο) τυποποιημένη εργασία που αποσκοπεί στην εμπέδωση της διδαγμένης ύλης
  3. (στο στρατό) σχεδιασμένη εκπαιδευτική ενέργεια που εμπλέκει μια ή περισσότερες μονάδες και προσομοιώνει συνθήκες πραγματικού πολέμου
     συνώνυμα: γυμνάσια

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  ασκώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]