έκπαλαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκπαλαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκπαλαι < ἐκ + αρχαία ελληνική πάλαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈek.pa.le/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐πα‐λαι
Επίρρημα
[επεξεργασία]έκπαλαι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έκπαλαι
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)