έλυνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]έλυνα
- α' ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος λύνω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- παλαιός τύπος: ἔλυον
- πολυτονική γραφή: ἔλυνα