έξτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έξτρα < εξτρά κατά τον λατινικό τονισμό < (λόγιο δάνειο) γαλλική extra < λατινική extra[1] < extera < exter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈeks.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έξ‐τρα
τονικό παρώνυμο: εξτρά

Επίθετο

[επεξεργασία]

έξτρα άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έξτρα ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]