έξω απ' τα νερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]έξω απ' τα νερά
- δεν κατέχω το αντικείμενο
- είμαι τελείως έξω απ' τα νερά μου στα μαθηματικά
- δεν αισθάνομαι άνετα σε κάποιο περιβάλλον
- ήταν μια δεξίωση πολύ επίσημη· ήμουν έξω απ' τα νερά μου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- χάνω τα νερά μου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έξω απ' τα νερά
|