έπαρση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έπαρση | οι | επάρσεις |
γενική | της | έπαρσης* | των | επάρσεων |
αιτιατική | την | έπαρση | τις | επάρσεις |
κλητική | έπαρση | επάρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επάρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έπαρση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔπαρ(σις) (αρχαία σημασία: φούσκωμα) + -ση [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.paɾ.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐παρ‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έπαρση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε αυτοθαυμασμός), καύχηση, κλασαυχενισμός, κομπασμός, κόρδωμα, υπερηφάνεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έπαρση
έπαρση της σημαίας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έπαρση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έπ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)