έτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔτος, ἐτός, ἑτός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έτος τα έτη
      γενική του έτους των ετών
    αιτιατική το έτος τα έτη
     κλητική έτος έτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐τος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έτος ουδέτερο

  1. χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
  2. χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
    σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
  3. χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
    οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Σύνθετα
[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]