έψιλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έψιλον < αρχαία ελληνική ἒ ψιλόν, μεταγενέστερη ονομασία του γράμματος ε, το οποίο αρχικά ονομαζόταν εἶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έψιλον ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]