αβιοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβιοτικός < α- στερητ. + βιοτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αβιοτικός, -ή, -ό (βιολογία)
- (βιολογία): αναφορά σε περιβάλλον που δε στηρίζει την ύπαρξη ζωής
- εκείνος που σχετίζεται με την αναστολή των εκδηλώσεων της ζωής