αβλάστητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αβλάστητος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν έχει βλαστήσει, δεν έχει φυτρώσει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβλάστητος
|