αβράβευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβράβευτος < καθαρεύουσα ἀβράβευτος < α- στερητικό + βραβεύω
Επίθετο
[επεξεργασία]αβράβευτος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει βραβευτεί, ο μη βραβευμένος, που ενώ ίσως του άξιζε, δεν πήρε καμία διάκριση