αγάλι αγάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγάλι αγάλι : → δείτε τη λέξη αγάλι

Έκφραση

[επεξεργασία]

αγάλι αγάλι

  • λέγεται για μια διαδικασία που εξελίσσεται με αργό ρυθμό, βαθμιαία.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]