αγάλι αγάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγάλι αγάλι : → δείτε τη λέξη αγάλι
Έκφραση
[επεξεργασία]αγάλι αγάλι
- λέγεται για μια διαδικασία που εξελίσσεται με αργό ρυθμό, βαθμιαία.