αγαθοποιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αγαθοποιά < αγαθοποιός
Επίρρημα
[επεξεργασία]αγαθοποιά
- κατά τρόπο αγαθοποιό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγαθοποιά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αγαθοποιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγαθοποιό