αγαθότυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγαθότυπος < μεσαιωνική ελληνική, αγαθός + τύπος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο
[επεξεργασία]αγαθότυπος, -ος, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- που αποτελεί υπόδειγμα, ή πρότυπο αγαθού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγαθότυπος
|