αγαλλίασε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αγαλλίασε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω
αγαλλίασε