αγανακτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγανακτισμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγανακτισμένος < αρχαία ελληνική ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ
Μετοχή
[επεξεργασία]αγανακτισμένος, -η, -ο
- που έχει αγανακτήσει, που διακατέχεται από αγανάκτηση
- θυμωμένος, οργισμένος
- που έχει περάσει τα όριά του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)