αγγειοαποφρακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγειοαποφρακτικός < αγγείο + -ο- + αποφρακτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αγγειοαποφρακτικός, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειοαποφρακτικός