αγελαδάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγελαδάρης < αγελάδα + -άρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγελαδάρης αρσενικό (θηλυκό αγελαδάρισσα)
αγελαδάρης αρσενικό (θηλυκό αγελαδάρισσα)