αγιατολάχ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγιατολάχ < (άμεσο δάνειο) αγγλική ayatollah [1] < περσική آیتالله (âyatollâh) < αραβική آيَةُ اللّٰه (āyat allāh, σημάδι του Θεού)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγιατολάχ αρσενικό άκλιτο
- (ισλαμισμός) ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης ή αρχιερέας των σιιτών μουσουλμάνων
- (μεταφορικά) άνθρωπος δογματικός και απόλυτος στις απόψεις του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγιατολάχ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)