αγιοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ʝi.o.piˈu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ο‐ποι‐ού‐μαι
- ομόηχο: αγιοποιούμε
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αγιοποιούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος αγιοποιώ