αγιότοκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αγιότοκος, -ος / -η, -ο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγιότοκος
|
αγιότοκος, -ος / -η, -ο
|