αγκαζέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγκαζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική engagé[1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

αγκαζέ άκλιτο

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αγκαζέ

  • λέγεται όταν δύο άνθρωποι περπατούν με τον αγκώνα του ενός περασμένο στον αγκώνα του άλλου, αλαμπρατσέτα
    περπατούν αγκαζέ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]