αγριο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγριο-, άγριο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγριο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγριο- < ἄγριο(ς)
  • η σημασία «άξεστος» < ελληνιστική σημασία
  • η σημασία «με απότομα χαρακτηριστικά» < μεσαιωνική σημασία [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρι‐ο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

αγριο-, αγριό-, αγρι-

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • αγριό- όταν μετακινείται ο τόνος στη σύνθεση
  • αγρι- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]