αγριόχηνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγριόχηνα < αγριό- + χήνα < {αρχ}} χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈo.çi.na/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγριόχηνα θηλυκό
- η άγρια χήνα, που δεν εκτρέφεται σε χηνοτροφείο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγριόχηνα