αγωνιστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγωνιστικά < από τον πληθ. του ουδετέρου του επιθέτου αγωνιστικός
(για το αγωνιστικά ως επίθετο δείτε στο τέλος της σελίδας καθώς → τη λέξη: αγωνιστικός)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αγωνιστικά

  • με αγωνιστικό τρόπο, με αγώνες
    Ο λαός δεν αντέδρασε παθητικά, αλλά αγωνιστικά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αγωνιστικά