αδάκρυτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδάκρυτα < αδάκρυτος
Επίρρημα
[επεξεργασία]αδάκρυτα
- χωρίς να δακρύσει (κανείς)
- χωρίς λύπη, συγκίνηση
- (κατ’ επέκταση) άπονα, ασυγκίνητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδάκρυτα
|