αδάκρυτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδάκρυτα < αδάκρυτος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αδάκρυτα

  1. χωρίς να δακρύσει (κανείς)
  2. χωρίς λύπη, συγκίνηση
  3. (κατ’ επέκταση) άπονα, ασυγκίνητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]