αδερφούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αδερφούλι | τα | αδερφούλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αδερφούλι | τα | αδερφούλια |
κλητική | αδερφούλι | αδερφούλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδερφούλι < αδέρφ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δερ‐φού‐λι
- ομόηχο: αδερφούλη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδερφούλι ουδέτερο
- (οικογένεια, ιδιωματικό, υποκοριστικό) το αδερφάκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη αδερφός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αδέρφι
αδερφούλι
→ δείτε τη λέξη αδερφάκι |
Πηγές
[επεξεργασία]- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 17.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)