αδιάφορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιάφορα < αδιάφορος
Επίρρημα
[επεξεργασία]αδιάφορα
- χωρίς την εκδήλωση ενδιαφέροντος
- Κοιτούσε αδιάφορα τους περαστικούς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιάφορα