αδιαμέριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιαμέριστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιαμέριστος[1] < ἀ- + αρχαία ελληνική διαμερίζω < διά + μερίζω < μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer-. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (διαμερίζω) διαμερισ- + -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈme.ɾi.stos/ & /a.ðʝaˈme.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐μέ‐ρι‐στος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδιαμέριστος, -η, -ο
- που δεν έχει διαμεριστεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις διαμερίζω και μέρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιαμέριστος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αδιαμέριστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)