αδικούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδικούμαι, παθητική φωνή του αδικώ

αδικούμαι, στ.μέλλ.: θα αδικηθώ, αόρ.: αδικήθηκα, μτχ.π.π.: αδικημένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]