αδιορθωσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδιορθωσιά | οι | αδιορθωσιές |
γενική | της | αδιορθωσιάς | των | αδιορθωσιών |
αιτιατική | την | αδιορθωσιά | τις | αδιορθωσιές |
κλητική | αδιορθωσιά | αδιορθωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιορθωσιά < αδιόρθωτος + -σιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδιορθωσιά θηλυκό
- (σπάνιο) η έλλειψη διόρθωσης, το να μην διορθώνεται κάποιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιορθωσιά