αδρανώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδρανώ, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀδρανέω, -ῶ

αδρανώ, πρτ.: αδρανούσα, στ.μέλλ.: θα αδρανήσω, αόρ.: αδράνησα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]