αεραγηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αεραγηματικός, -ή, -ό
- (στρατιωτικός όρος, αεροπορικός όρος) σχετικός με αεράγημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεραγηματικός
|