αεροπλανικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροπλανικό τα αεροπλανικά
      γενική του αεροπλανικού των αεροπλανικών
    αιτιατική το αεροπλανικό τα αεροπλανικά
     κλητική αεροπλανικό αεροπλανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροπλανικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αεροπλανικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροπλανικό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αεροπλανικό