αερο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀερο-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αερο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀερο- < αρχαία ελληνικά ἀήρ, γενική του ἀέρος. Συγχρονικά αναλύεται σε αήρ, αερ + -ο-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.e.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

αερο-, αερό- και αερ-

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]