αερόφυτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αερόφυτο | τα | αερόφυτα |
γενική | του | αερόφυτου | των | αερόφυτων |
αιτιατική | το | αερόφυτο | τα | αερόφυτα |
κλητική | αερόφυτο | αερόφυτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αερόφυτο < αερό- + -φυτο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική airplant
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αερόφυτο ουδέτερο
- (φυτό) κοινή ονομασία φυτών όπως η Tillandsia φasciculata
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φυτο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)