αηδονάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αηδονάκι τα αηδονάκια
      γενική
    αιτιατική το αηδονάκι τα αηδονάκια
     κλητική αηδονάκι αηδονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αηδονάκι < αηδόν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ai̯.ðoˈna/ & /ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αη‐δο‐νά‐κι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αηδονάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αηδόνι