αθάνατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αθάνατος | η | αθάνατη | το | αθάνατο |
γενική | του | αθάνατου | της | αθάνατης | του | αθάνατου |
αιτιατική | τον | αθάνατο | την | αθάνατη | το | αθάνατο |
κλητική | αθάνατε | αθάνατη | αθάνατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αθάνατοι | οι | αθάνατες | τα | αθάνατα |
γενική | των | αθάνατων | των | αθάνατων | των | αθάνατων |
αιτιατική | τους | αθάνατους | τις | αθάνατες | τα | αθάνατα |
κλητική | αθάνατοι | αθάνατες | αθάνατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθάνατος < αρχαία ελληνική ἀθάνατος < ἀ- στερητικό + θάνατος
Επίθετο
[επεξεργασία]αθάνατος, -η, -ο
- που δεν υπόκειται στη μοίρα του θανάτου
- οι θεοί για τους αρχαίους ήταν αθάνατοι κι αγέραστοι και ζούσαν σε αιώνια μακαριότητα
- σχετικός με την αθανασία
- το αθάνατο νερό χαρίζει την αθανασία
- αιώνιος, παντοτινός, άφθαρτος
- η νίκη του του χάρισε αθάνατη δόξα
- Αυτοί οι κινητήρες είναι αθάνατοι. Θα έχει σαπίσει το σασί κι αυτός ακόμα θα δουλεύει.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθάνατος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθάνατος αρσενικό