αθεράπευτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αθεράπευτα < αθεράπευτος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αθεράπευτα

  1. κατά τρόπο αθεράπευτο, χωρίς πιθανότητα αλλαγής, σταθερά
    είναι αθεράπευτα αισιόδοξος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]