αθλητοπρέπεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθλητοπρέπεια < αθλητοπρεπής + -εια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθλητοπρέπεια θηλυκό
- (λόγιο, χρησιμοποιείται στην Κύπρο κυρίως) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του αθλητοπρεπούς
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αθλητοπρέπεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθλητοπρέπεια
|