αθλιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθλιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθλιότης με χρήση της αιτιατικής ενικού «τήν ἀθλιότητα»
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.θliˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θλι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθλιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του άθλιου
- σε απαίσια κατάσταση
- (συνήθως στον πληθυντικό) ακραία πράξη
- ↪ Οι αθλιότητες που έπραξε ο Χίτλερ ενάντια στους Ιουδαίους δε θα συγχωρεθούν ποτέ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η ιδιότητα του άθλιου
|
ακραία πράξη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)