αιγυπτιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιγυπτιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η αραβική γλώσσα όπως μιλιέται στην Αίγυπτο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αιγυπτιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιγυπτιακό